Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικρατεί < γενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος επικρατώ

  Ρήμα επεξεργασία

επικρατεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία