ισχυρότερος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ισχυρότερος < ισχυρ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του ισχυρός. Δείτε και το αρχαίο ἰσχυρότερος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ισχυρότερος, -η, -ο
Επεξεργασία
- ισχυρότερα (επίρρημα)
![]() |
ισχυρότερος, -η, -ο