Δείτε επίσης: ἰσχυρότερος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισχυρότερος η ισχυρότερη το ισχυρότερο
      γενική του ισχυρότερου της ισχυρότερης του ισχυρότερου
    αιτιατική τον ισχυρότερο την ισχυρότερη το ισχυρότερο
     κλητική ισχυρότερε ισχυρότερη ισχυρότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισχυρότεροι οι ισχυρότερες τα ισχυρότερα
      γενική των ισχυρότερων των ισχυρότερων των ισχυρότερων
    αιτιατική τους ισχυρότερους τις ισχυρότερες τα ισχυρότερα
     κλητική ισχυρότεροι ισχυρότερες ισχυρότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισχυρότερος < ισχυρ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του ισχυρός. Δείτε και το αρχαίο ἰσχυρότερος

  Επίθετο επεξεργασία

ισχυρότερος, -η, -ο

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία