Δείτε επίσης: ἀσυνήθης
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ασυνήθης το ασύνηθες
      γενική του/της ασυνήθους* του ασυνήθους
    αιτιατική τον/την ασυνήθη το ασύνηθες
     κλητική ασυνήθη ασύνηθες
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνήθεις τα ασυνήθη
      γενική των ασυνήθων των ασυνήθων
    αιτιατική τους/τις ασυνήθεις τα ασυνήθη
     κλητική ασυνήθεις ασυνήθη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ασυνήθης, -ης, ασύνηθες

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία