Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μοναδ-
ονομαστική μονάς αἱ μονάδες
      γενική τῆς μονάδος τῶν μονάδων
      δοτική τῇ μονάδ ταῖς μονάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μονάδ τὰς μονάδᾰς
     κλητική ! μονάς μονάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονάδε
γεν-δοτ τοῖν  μονάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονάς: ιδιαίτερος τύπος θηλυκού του ουσιασικού μόνος (θηλυκό: μόνη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονάς, -άδος θηλυκό

  1. μοναχικότητα, το να είσαι μόνος
  2. η μονάδα

=Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία