αντιατομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιατομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antiatomique < αρχαία ελληνική ἀντί + ἄτομον < ἀ- + τέμνω
Επίθετο
επεξεργασίααντιατομικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την καταπολέμηση των ατομικών ή πυρηνικών όπλων ή την προστασία απ’ αυτά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιατομικός