Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /əˈtɑː.mɪk/
  (ΗΠΑ)

  Επίθετο επεξεργασία

atomic (en)

  1. οτιδήποτε, υλικό ή άυλο, που δεν μπορεί να διασπαστεί σε κάτι μικρότερο
  2. (φυσική) ατομικός (σχετικός με το άτομο και την πυρηνική ενέργεια)
    atomic hydrogen
    atomic bomb
  3. (λογική) βλ. atomic proposition (ατομική πρόταση)
  4. (πληροφορική) ο ατομικός
     αντώνυμα: many-valued

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • atomic στην αγγλική Βικιπαίδεια