Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερατομικός η υπερατομική το υπερατομικό
      γενική του υπερατομικού της υπερατομικής του υπερατομικού
    αιτιατική τον υπερατομικό την υπερατομική το υπερατομικό
     κλητική υπερατομικέ υπερατομική υπερατομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερατομικοί οι υπερατομικές τα υπερατομικά
      γενική των υπερατομικών των υπερατομικών των υπερατομικών
    αιτιατική τους υπερατομικούς τις υπερατομικές τα υπερατομικά
     κλητική υπερατομικοί υπερατομικές υπερατομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερατομικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υπερατομικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία