↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοατομικός η μονοατομική το μονοατομικό
      γενική του μονοατομικού της μονοατομικής του μονοατομικού
    αιτιατική τον μονοατομικό τη μονοατομική το μονοατομικό
     κλητική μονοατομικέ μονοατομική μονοατομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοατομικοί οι μονοατομικές τα μονοατομικά
      γενική των μονοατομικών των μονοατομικών των μονοατομικών
    αιτιατική τους μονοατομικούς τις μονοατομικές τα μονοατομικά
     κλητική μονοατομικοί μονοατομικές μονοατομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοατομικός < μονο- + ατομικός

  Επίθετο

επεξεργασία

μονοατομικός, -ή, -ό - (χημεία)

  1. στοιχεία που αναγκαστικά απαιτούνται ως μονοατομικά γιατί αδυνατούν να μοιραστούν ηλεκτρόνια (ευγενές αέριο)
  2. που αποτελείται από ένα μόνο άτομο
    Το 2009 είχαμε μάθει πως τα μονοατομικά φύλλα άνθρακα που δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά πριν από δέκα μόλις χρόνια υπόσχονται να δώσουν διαφανή και εύκαμπτα ηλεκτρονικά για χρήση σε οθόνες και σε ταχύτερους υπολογιστές -με συχνότητα λειτουργίας έως και 100GHz. Η κατασκευή των πρώτων κυκλωμάτων από γραφένιο άνοιξε τότε το δρόμο ακόμα και για την αντικατάσταση του πυριτίου. (*)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία