μονοατομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμονοατομικός, -ή, -ό - (χημεία)
- στοιχεία που αναγκαστικά απαιτούνται ως μονοατομικά γιατί αδυνατούν να μοιραστούν ηλεκτρόνια (ευγενές αέριο)
- που αποτελείται από ένα μόνο άτομο
- Το 2009 είχαμε μάθει πως τα μονοατομικά φύλλα άνθρακα που δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά πριν από δέκα μόλις χρόνια υπόσχονται να δώσουν διαφανή και εύκαμπτα ηλεκτρονικά για χρήση σε οθόνες και σε ταχύτερους υπολογιστές -με συχνότητα λειτουργίας έως και 100GHz. Η κατασκευή των πρώτων κυκλωμάτων από γραφένιο άνοιξε τότε το δρόμο ακόμα και για την αντικατάσταση του πυριτίου. (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοατομικός
|