ευγενές αέριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ευγενές αέριο | τα | ευγενή αέρια |
γενική | του | ευγενούς αερίου | των | ευγενών αερίων |
αιτιατική | το | ευγενές αέριο | τα | ευγενή αέρια |
κλητική | ευγενές αέριο | ευγενή αέρια | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευγενές αέριο < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Edelgas < edel (ευγενής) + Gas (αέριο)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαευγενές αέριο ουδέτερο
- (χημεία) μονοατομικά χημικά στοιχεία που δεν αντιδρούν με άλλα στοιχεία κάτω από κανονικές συνθήκες