ραδόνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- ραδόνιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική radon < λατινική radium (ράδιο) (επειδή το ραδόνιο παράγεται από τη διάσπαση του ραδίου)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδόνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια, με ατομικό αριθμό 86 και χημικό σύμβολο το Rn
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραδόνιο | τα | ραδόνια |
γενική | του | ραδονίου & ραδόνιου |
των | ραδονίων |
αιτιατική | το | ραδόνιο | τα | ραδόνια |
κλητική | ραδόνιο | ραδόνια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ραδόνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραδόνιο
|