αργό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αργό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- άλλη μορφή του αργόν
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αργό | ||
γενική | του | αργού | ||
αιτιατική | το | αργό | ||
κλητική | αργό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αργό
|