ξένο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξένο < λόγιο ενδογενές δάνειο: λατινική xenon < αρχαία ελληνική ξένος (η λέξη προτάθηκε από τον Ράμσεϊ που το ανακάλυψε το 1898)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξένο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξένο | ||
γενική | του | ξένου | ||
αιτιατική | το | ξένο | ||
κλητική | ξένο | |||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια, με ατομικό αριθμό 54 και χημικό σύμβολο το Xe
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ξένο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ξένο