↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραφένιο τα γραφένια
      γενική του γραφενίου
γραφένιου
των γραφενίων
    αιτιατική το γραφένιο τα γραφένια
     κλητική γραφένιο γραφένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γραφένιο < αγγλική graphene < graphite + -ene < γερμανική Graphit < αρχαία ελληνική γράφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γραφένιο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία