↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφελκυσμός οι εφελκυσμοί
      γενική του εφελκυσμού των εφελκυσμών
    αιτιατική τον εφελκυσμό τους εφελκυσμούς
     κλητική εφελκυσμέ εφελκυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δύο τεχνικοί που πραγματοποιούν δοκιμές εφελκυσμού σε νέα κράματα αεροσκάφους. Χρησιμοποιούνται μηχανές εφελκυσμού για την υποβολή δειγμάτων υλικών σε ελεγχόμενη τάση μέχρι την αστοχία. Δύο μέγγενες ασκούν πίεση σε ένα δείγμα τραβώντας το, τεντώνοντας το δείγμα μέχρι να σπάσει. Η μέγιστη καταπόνηση που αντέχει πριν από τη θραύση είναι η απόλυτη αντοχή του σε εφελκυσμό. Στην επιστήμη των υλικών, τέτοιες δοκιμές χρησιμοποιούνται για την επιλογή ενός υλικού για μια εφαρμογή, για ποιοτικό έλεγχο και για την πρόβλεψη του πώς ένα υλικό θα αντιδράσει υπό άλλους τύπους δυνάμεων.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εφελκυσμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφελκυσμός[1] < ἐφέλκω < ἕλκω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική traction

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφελκυσμός αρσενικό

  • (μηχανική) η άσκηση δύο ισοδύναμων αλλά αντίρροπων δυνάμεων πάνω σ' ένα σώμα, που τείνουν να οδηγήσουν στο τέντωμά του
    ※  Σύμφωνα με τη νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο ACS Nano, μια επιθεώρηση της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας, η αντοχή του καρβυνίου στον εφελκυσμό, δηλαδή η αντοχή του στο τέντωμα, είναι διπλάσια του γραφενίου και ξεπερνά «κάθε άλλο γνωστό υλικό». (* εφημερίδα Το Βήμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία