καρβύνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρβύνιο < αγγλική carbyne < carbon < γαλλικά carbone < λατινικά carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker (καίω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρβύνιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (χημεία) υλικό που αποτελείται από αλυσίδες άνθρακα που συνδέονται εναλλάξ με διπλούς και τριπλούς δεσμούς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κάρβουνο