Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.tɔ.mik/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
atomique atomiques

atomique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία