γλωσσολογία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλωσσολογία | οι | γλωσσολογίες |
γενική | της | γλωσσολογίας | των | γλωσσολογιών |
αιτιατική | τη | γλωσσολογία | τις | γλωσσολογίες |
κλητική | γλωσσολογία | γλωσσολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γλωσσολογία < γλωσσο- + -λογία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική linguistique
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣlo.so.loˈʝi.a/
- συλλαβισμός : γλωσ‐σο‐λο‐γί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γλωσσολογία θηλυκό
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γλωσσολογία
|