γλωσσολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλωσσολόγος < γλωσσολογ(ία) + -ος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική linguiste.[1] Αναλύεται σε γλωσσο- + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλωσσολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλωσσολόγος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γλωσσολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας