Ετυμολογία

επεξεργασία
linguistique < linguiste
      ενικός         πληθυντικός  
linguistique linguistiques

linguistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
linguistique linguistiques

linguistique (fr) θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία