Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλωσσολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γλωσσολογικ
ός
η
γλωσσολογικ
ή
το
γλωσσολογικ
ό
γενική
του
γλωσσολογικ
ού
της
γλωσσολογικ
ής
του
γλωσσολογικ
ού
αιτιατική
τον
γλωσσολογικ
ό
τη
γλωσσολογικ
ή
το
γλωσσολογικ
ό
κλητική
γλωσσολογικ
έ
γλωσσολογικ
ή
γλωσσολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γλωσσολογικ
οί
οι
γλωσσολογικ
ές
τα
γλωσσολογικ
ά
γενική
των
γλωσσολογικ
ών
των
γλωσσολογικ
ών
των
γλωσσολογικ
ών
αιτιατική
τους
γλωσσολογικ
ούς
τις
γλωσσολογικ
ές
τα
γλωσσολογικ
ά
κλητική
γλωσσολογικ
οί
γλωσσολογικ
ές
γλωσσολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλωσσολογικός
<
γλωσσολογία
Επίθετο
επεξεργασία
γλωσσολογικός, -ή, ό
ο σχετικός με την επισήμη της
γλωσσολογίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλωσσολογικός
αγγλικά
:
linguistic
(en)
γαλλικά
:
linguistique
(fr)
,
glossologique
(fr)
ισπανικά
:
lingüístico
(es)
πολωνικά
:
językoznawczy
(pl)
ρουμανικά
:
lingvistic
(ro)
φινλανδικά
:
kielitieteellinen
(fi)
,
lingvistinen
(fi)