κοινωνιογλωσσολογία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοινωνιογλωσσολογία < κοινωνιο- + γλωσσολογία (γλωσσο- + -λογία), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sociolinguistics[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοινωνιογλωσσολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (κοινωνιολογία, γλωσσολογία) η μελέτη της γλώσσας κοινωνικών ομάδων σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον τους· η συνδυαστική μελέτη της γλωσσολογίας υπό το πρίσμα της κοινωνιολογίας
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Sociolinguistics στην αγγλική Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κοινωνιογλωσσολογία
Επεξεργασία
- ↑ κοινωνιογλωσσολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.