κοινωνιολογία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοινωνιολογία < κοινωνιο- + -λογία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sociologie[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοινωνιολογία θηλυκό
- (κοινωνιολογία): η επιστημονική μελέτη της συμπεριφοράς και δράσης μιας κοινωνίας καθώς και το εύρος των διαφόρων φαινομένων που συνοδεύουν αυτές, όπως εξέλιξη, θεσμοί, σύνθεση ή αποσύνθεση, οργάνωση και δυνάμεις διαμόρφωσής της.
Επεξεργασία
- κοινωνιολογικός
- κοινωνιολόγος
- και → δείτε τη λέξη κοινωνία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κοινωνιολογία
Επεξεργασία
- ↑ «κοινωνιολογία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.