κοινωνιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινωνιολογία (μαρτυρείται από το 1869)[1] < κοινωνιο- + -λογία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sociologie[2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοινωνιολογία θηλυκό
- (κοινωνιολογία): η επιστημονική μελέτη της συμπεριφοράς και δράσης μιας κοινωνίας καθώς και το εύρος των διαφόρων φαινομένων που συνοδεύουν αυτές, όπως εξέλιξη, θεσμοί, σύνθεση ή αποσύνθεση, οργάνωση και δυνάμεις διαμόρφωσής της.
Συγγενικά
επεξεργασία- κοινωνιολογικός
- κοινωνιολόγος
- και → δείτε τη λέξη κοινωνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινωνιολογία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 554, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ κοινωνιολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας