Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοινωνιολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοινωνιολογικ
ός
η
κοινωνιολογικ
ή
το
κοινωνιολογικ
ό
γενική
του
κοινωνιολογικ
ού
της
κοινωνιολογικ
ής
του
κοινωνιολογικ
ού
αιτιατική
τον
κοινωνιολογικ
ό
την
κοινωνιολογικ
ή
το
κοινωνιολογικ
ό
κλητική
κοινωνιολογικ
έ
κοινωνιολογικ
ή
κοινωνιολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοινωνιολογικ
οί
οι
κοινωνιολογικ
ές
τα
κοινωνιολογικ
ά
γενική
των
κοινωνιολογικ
ών
των
κοινωνιολογικ
ών
των
κοινωνιολογικ
ών
αιτιατική
τους
κοινωνιολογικ
ούς
τις
κοινωνιολογικ
ές
τα
κοινωνιολογικ
ά
κλητική
κοινωνιολογικ
οί
κοινωνιολογικ
ές
κοινωνιολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοινωνιολογικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
κοινωνιολογικός
σχετικός με την
κοινωνιολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοινωνιολογικός
αγγλικά
:
sociological
(en)
γαλλικά
:
sociologique
(fr)