κοινωνιολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινωνιολόγος < κοινωνιολογ(ία) + -ος, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sociologue < socio- + -logue (κοινωνιο- + -λόγος)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινωνιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (κοινωνιολογία, επάγγελμα) επιστήμονας - ερευνητής που ασχολείται με την κοινωνιολογία
- ※ Αλλού, στην Αγγλία ή τη Γαλλία, οι κοινωνιολόγοι γράφουν βιβλία, τα πανεπιστήμια κάνουν έρευνες πάνω στο λεξικό μιας νεολαιίστικης υποκουλτούρας, στα γκραφίτι των τοίχων, στα λόγια των τραγουδιών των Σεξ Πίστολς, στα βεσπάκια των Mods ή στο φαινόμενο του φέις κοντρόλ στα μπαρ (Ταχυδρόμος, τεύχη 49-51, 1991, σελ. 176)
Συγγενικά
επεξεργασία- κοινωνιολογία
- κοινωνιολογικός
- → και δείτε τη λέξη κοινωνιο-
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινωνιολόγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοινωνιολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας