Ετυμολογία

επεξεργασία
φέις κοντρόλ (νεολογισμός) < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική face control

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

φέις κοντρόλ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • φέις κοντρόλ - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 7, έτος 2000.
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)