φέις κοντρόλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φέις κοντρόλ (νεολογισμός) < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική face control
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαφέις κοντρόλ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) φυσιογνωμικός έλεγχος
- ※ Αλλού, στην Αγγλία ή τη Γαλλία, οι κοινωνιολόγοι γράφουν βιβλία, τα πανεπιστήμια κάνουν έρευνες πάνω στο λεξικό μιας νεολαιίστικης υποκουλτούρας, στα γκραφίτι των τοίχων, στα λόγια των τραγουδιών των Σεξ Πίστολς, στα βεσπάκια των Mods ή στο φαινόμενο του φέις κοντρόλ στα μπαρ (Ταχυδρόμος, τεύχη 49-51, 1991, σελ. 176)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φέις κοντρόλ
Πηγές
επεξεργασία- φέις κοντρόλ - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 7, έτος 2000.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)