Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυσιογνωμικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φυσιογνωμικ
ός
η
φυσιογνωμικ
ή
το
φυσιογνωμικ
ό
γενική
του
φυσιογνωμικ
ού
της
φυσιογνωμικ
ής
του
φυσιογνωμικ
ού
αιτιατική
τον
φυσιογνωμικ
ό
τη
φυσιογνωμικ
ή
το
φυσιογνωμικ
ό
κλητική
φυσιογνωμικ
έ
φυσιογνωμικ
ή
φυσιογνωμικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φυσιογνωμικ
οί
οι
φυσιογνωμικ
ές
τα
φυσιογνωμικ
ά
γενική
των
φυσιογνωμικ
ών
των
φυσιογνωμικ
ών
των
φυσιογνωμικ
ών
αιτιατική
τους
φυσιογνωμικ
ούς
τις
φυσιογνωμικ
ές
τα
φυσιογνωμικ
ά
κλητική
φυσιογνωμικ
οί
φυσιογνωμικ
ές
φυσιογνωμικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυσιογνωμικός
<
φυσιογνωμ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
φυσιογνωμικός
σχετικός με τη
φυσιογνωμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυσιογνωμικός
αγγλικά
:
physiognomic
(en)