Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεολαιίστικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νεολαιίστικ
ος
η
νεολαιίστικ
η
το
νεολαιίστικ
ο
γενική
του
νεολαιίστικ
ου
της
νεολαιίστικ
ης
του
νεολαιίστικ
ου
αιτιατική
τον
νεολαιίστικ
ο
τη
νεολαιίστικ
η
το
νεολαιίστικ
ο
κλητική
νεολαιίστικ
ε
νεολαιίστικ
η
νεολαιίστικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νεολαιίστικ
οι
οι
νεολαιίστικ
ες
τα
νεολαιίστικ
α
γενική
των
νεολαιίστικ
ων
των
νεολαιίστικ
ων
των
νεολαιίστικ
ων
αιτιατική
τους
νεολαιίστικ
ους
τις
νεολαιίστικ
ες
τα
νεολαιίστικ
α
κλητική
νεολαιίστικ
οι
νεολαιίστικ
ες
νεολαιίστικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεολαιίστικος
<
νεολαία
+
-ίστικος
Επίθετο
επεξεργασία
νεολαιίστικος
που έχει
σχέση
με τη
νεολαία
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεολαιίστικος