Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar < παλαιά γαλλική barre (μπάρα) < δημώδης λατινική barra
 
άνθρωποι διασκεδάζουν σε μπαρ
 
τρία ποτήρια με μπίρα πάνω σε μπαρ
 
λάπτοπ πάνω σε οικιακό μπαρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαρ ουδέτερο άκλιτο

  1. κατάστημα που σερβίρει οινοπνευματώδη ποτά
     συνώνυμα: μπαράκι
  2. ο πάγκος που χωρίζει τον μπάρμαν από τους πελάτες ενός τέτοιου καταστήματος και όπου μπορούν αυτοί να κάτσουν για να πιουν το ποτό τους
     συνώνυμα: μπάρα
  3. οικιακό έπιπλο για τα οινοπνευματώδη ποτά

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μπαρ < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική bar < αρχαία ελληνική βάρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαρ ουδέτερο

  1. (μετεωρολογία) μονάδα μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία