μπαρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar < παλαιά γαλλική barre (μπάρα) < δημώδης λατινική barra
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαρ ουδέτερο άκλιτο
- κατάστημα που σερβίρει οινοπνευματώδη ποτά
- ο πάγκος που χωρίζει τον μπάρμαν από τους πελάτες ενός τέτοιου καταστήματος και όπου μπορούν αυτοί να κάτσουν για να πιουν το ποτό τους
- οικιακό έπιπλο για τα οινοπνευματώδη ποτά
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατάστημα που σερβίρει οινοπνευματώδη
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- μπαρ < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική bar < αρχαία ελληνική βάρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαρ ουδέτερο
- (μετεωρολογία) μονάδα μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης