μπιτσόμπαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπιτσόμπαρο < μπιτς μπαρ + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπιτσόμπαρο ουδέτερο
- (νεολογισμός, προφορικό) το μπιτς μπαρ (ενίοτε ειρωνικά)
- ※ Εάν δεν έχεις γίνει λιώμα από τα κοκτέιλ σε κάποιο μπιτσόμπαρο στις διακοπές σου στο νησί, εάν δεν έχεις ποζάρει κρατώντας το ποτήρι σου με τις ομπρελίτσες για το Instagram και εάν δεν έχεις φλερτάρει με τον μπάρμαν, ενώ σου φτιάχνει την μυστική του συνταγή για το best-seller κοκτέιλ του μαγαζιού, αντικειμενικά δεν έχεις ζήσει καλοκαίρι! (Πρώτο Θέμα, 04/07/2019)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπιτσόμπαρο
|