λιώμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιώμα < λιώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιώμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- οτιδήποτε πολύ λιωμένο ή συμπιεσμένο λόγω συμπίεσης ή υπερβολικού χτυπήματος
- (μεταφορικά) υπερβολική ψυχική κούραση, ψυχική καταρράκωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιώμα