Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιώμα < λιώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιώμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. οτιδήποτε πολύ λιωμένο ή συμπιεσμένο λόγω συμπίεσης ή υπερβολικού χτυπήματος
  2. (μεταφορικά) υπερβολική ψυχική κούραση, ψυχική καταρράκωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία