μπιτς μπαρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπιτς μπαρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική beach bar, → δείτε τις λέξεις beach και bar· κυριολεκτικά: παραλιακό, παραθαλάσσιο μπαρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπιτς μπαρ ουδέτερο, άκλιτο
- (νεολογισμός) μπαρ που βρίσκεται σε παραλία, το οποίο λειτουργεί συνήθως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού
Συνώνυμα
επεξεργασία- μπιτσόμπαρο (ενίοτε περιπαικτικό)