μπαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαράκι | τα | μπαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπαράκι | τα | μπαράκια |
κλητική | μπαράκι | μπαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαράκι < μπαρ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μπαρ
- (οικείο) μπαρ
- ⮡ πάμε το βράδυ σε κανένα μπαράκι;
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπαρ
μικρό μπαρ
|
οικεία έκφραση
→ δείτε τη λέξη μπαρ |