μπαρόβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μπαρόβιος, -α, -ο
- που συχνάζει / συνήθως βρίσκεται στα μπαρ
- ※ Μετά ο Τζάφι έδειξε το μπαρόβιο χιούμορ του (Τζακ Κέρουακ, Οι αλήτες του Ντάρμα, 1958)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαρόβιος
|