Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συχνάζω < (ελληνιστική κοινήσυχνάζω < αρχαία ελληνική συχνός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈxna.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

συχνάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία