συχνάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συχνάζω < (ελληνιστική κοινή) συχνάζω < αρχαία ελληνική συχνός
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυχνάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συχνός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συχνάζω | σύχναζα | θα συχνάζω | να συχνάζω | συχνάζοντας | |
β' ενικ. | συχνάζεις | σύχναζες | θα συχνάζεις | να συχνάζεις | σύχναζε | |
γ' ενικ. | συχνάζει | σύχναζε | θα συχνάζει | να συχνάζει | ||
α' πληθ. | συχνάζουμε | συχνάζαμε | θα συχνάζουμε | να συχνάζουμε | ||
β' πληθ. | συχνάζετε | συχνάζατε | θα συχνάζετε | να συχνάζετε | συχνάζετε | |
γ' πληθ. | συχνάζουν(ε) | σύχναζαν συχνάζαν(ε) |
θα συχνάζουν(ε) | να συχνάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σύχνασα | θα συχνάσω | να συχνάσω | συχνάσει | ||
β' ενικ. | σύχνασες | θα συχνάσεις | να συχνάσεις | σύχνασε | ||
γ' ενικ. | σύχνασε | θα συχνάσει | να συχνάσει | |||
α' πληθ. | συχνάσαμε | θα συχνάσουμε | να συχνάσουμε | |||
β' πληθ. | συχνάσατε | θα συχνάσετε | να συχνάσετε | συχνάστε | ||
γ' πληθ. | σύχνασαν συχνάσαν(ε) |
θα συχνάσουν(ε) | να συχνάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συχνάσει | είχα συχνάσει | θα έχω συχνάσει | να έχω συχνάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συχνάσει | είχες συχνάσει | θα έχεις συχνάσει | να έχεις συχνάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συχνάσει | είχε συχνάσει | θα έχει συχνάσει | να έχει συχνάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συχνάσει | είχαμε συχνάσει | θα έχουμε συχνάσει | να έχουμε συχνάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συχνάσει | είχατε συχνάσει | θα έχετε συχνάσει | να έχετε συχνάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συχνάσει | είχαν συχνάσει | θα έχουν συχνάσει | να έχουν συχνάσει |
|