frequent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | frequent |
συγκριτικός | frequenter / more frequent |
υπερθετικός | frequentest / most frequent |
frequenter και frequentest είναι σπάνια |
frequent (en)
- συχνός
- ↪ Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
- Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
- ↪ Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | frequent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frequents |
αόριστος | frequented |
παθητική μετοχή | frequented |
ενεργητική μετοχή | frequenting |
frequent (en)
- (επίσημο) συχνάζω
- ↪ He frequents the cafe in the square.
- Αυτός συχνάζει στο καφενείο της πλατείας.
- ↪ Many artists frequent her house.
- Στο σπίτι της συχνάζουν πολλοί καλλιτέχνες.
- ↪ He frequents the cafe in the square.