frequent
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | frequent |
συγκριτικός | frequenter / more frequent |
υπερθετικός | frequentest / most frequent |
frequenter και frequentest είναι σπάνια |
frequent (en)
- συχνός
Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
- Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
Συγγενικά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | frequent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frequents |
αόριστος | frequented |
παθητική μετοχή | frequented |
ενεργητική μετοχή | frequenting |
frequent (en)