παραθετικά
θετικός frequently
συγκριτικός more frequently
υπερθετικός most frequently

  Ετυμολογία

επεξεργασία
frequently < frequent + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

frequently (en)

  • συχνά, πολύ, με μεγάλη συχνότητα
    ⮡  I don't travel frequently.
    Δεν ταξιδεύω συχνά.
    ⮡  My wife works frequently.
    Η γυναίκα μου δουλεύει πολύ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη often