often
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | often |
συγκριτικός | more often |
υπερθετικός | most often |
Επίρρημα
επεξεργασίαoften (en)
- συχνά, πολύ, πολλές φορές και σε πολλές περιπτώσεις
- ⮡ I don't travel often.
- Δεν ταξιδεύω συχνά.
- ⮡ We often go there.
- Πάμε συχνά εκεί.
- ⮡ He is often wrong.
- Κάνει συχνά λάθος.
- ⮡ My husband works often.
- Ο άντρας μου δουλεύει πολύ.
- ⮡ How often do you go to the theater?
- Κάθε πόσο πάτε θέατρο;
- ≈ συνώνυμα: a lot, frequently, oftentimes, very much και so much
- ⮡ I don't travel often.
Πηγές
επεξεργασία- often - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 395. ISBN 9780194325684., λήμμα: κάθε