Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
oftentimes
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
oftentimes
<
oftentime
+
-s
Επίρρημα
επεξεργασία
oftentimes
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
(
κυρίως
αμερικανικό
)
συχνά
,
πολύ
⮡
Oftentimes
I don't travel.
Δεν ταξιδεύω
συχνά
.
⮡
Oftentimes
my father is working.
Ο πατέρας μου δουλεύει
πολύ
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
often
Πηγές
επεξεργασία
oftentimes
-
Oxford Learner's Dictionaries