Δείτε επίσης: lot, lots

  Ετυμολογία

επεξεργασία
a lot < → δείτε τις λέξεις a και lot

  Αντωνυμία

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός a lot
συγκριτικός more
υπερθετικός most

a lot (en) (και lots, ανεπίσημο)

  • πολύς, μεγάλο αριθμό ή ποσό
    ⮡  He earns a lot.
    Κερδίζει πολλά.
    ⮡  He says/talks a lot.
    Λέει/μιλάει πολλά.
    → και δείτε τις λέξεις many και much

  Επίρρημα

επεξεργασία

a lot (en) (ανεπίσημο)

  1. πολύ, πάρα πολύ, συχνά, χρησιμοποιείται με ρήματα για να σημαίνει «ένα μεγάλο ποσό»
    ⮡  I love you a lot - σ' αγαπώ πάρα πολύ
    ⮡  thanks a lot - ευχαριστώ πολύ
    ⮡  I travel a lot - ταξιδεύω πολύ/συχνά
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις really και often,→ και δείτε το επίρρημα much
  2. (και lots, ανεπίσημο) πιο, χρησιμοποιείται με επίθετα και επιρρήματα για να σημαίνει «much»
    ⮡  Olympus is a lot taller than Kissavos.
    Ο Ολύμπος είναι πιο ψηλός από τον Κίσσαβο.
    ⮡  a lot better/nicer/fairer - πιο καλά/ωραία/δίκαια
    ⮡  a lot quicker - πιο γρηγορότερα
    → και δείτε το επίρρημα much
παραθετικά
θετικός a lot
συγκριτικός more
υπερθετικός most

a lot (en) (και lots of, ανεπίσημο)

  • (a lot of) πολύς, μεγάλο πλήθος, ένας μεγάλος αριθμός ή ποσότητα κάποιου ή κάτι
    ⮡  a lot of us - πολλοί από μας
    ⮡  He has a lot of books.
    Εχει πολλά βιβλία. (κυριολεκτικά: Έχει ένα πλήθος βιβλία.)
    ⮡  We have a lot of money/houses/cars/examples.
    Έχουμε πολλά λεφτά/σπίτια/αυτοκίνητα/παραδείγματα.
    ⮡  A lot of times I forget basic things/I am right.
    Πολλές φορές ξεχνάω βασικά πράγματα/έχω δίκιο.
    ⮡  The piano requires a lot of practice.
    Το πιάνο θέλει πολλή άσκηση.
    → και δείτε τις λέξεις many και much