a lot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | a lot |
συγκριτικός | more |
υπερθετικός | most |
a lot (en) (και lots, ανεπίσημο)
- πολύς, μεγάλο αριθμό ή ποσό
Επίρρημα
επεξεργασία- πολύ, πάρα πολύ, συχνά, χρησιμοποιείται με ρήματα για να σημαίνει «ένα μεγάλο ποσό»
- (και lots, ανεπίσημο) πιο, χρησιμοποιείται με επίθετα και επιρρήματα για να σημαίνει «much»
- ⮡ Olympus is a lot taller than Kissavos.
- Ο Ολύμπος είναι πιο ψηλός από τον Κίσσαβο.
- ⮡ a lot better/nicer/fairer - πιο καλά/ωραία/δίκαια
- ⮡ a lot quicker - πιο γρηγορότερα
- → και δείτε το επίρρημα much
- ⮡ Olympus is a lot taller than Kissavos.
παραθετικά | |
θετικός | a lot |
συγκριτικός | more |
υπερθετικός | most |
a lot (en) (και lots of, ανεπίσημο)
- (a lot of) πολύς, μεγάλο πλήθος, ένας μεγάλος αριθμός ή ποσότητα κάποιου ή κάτι
- ⮡ a lot of us - πολλοί από μας
- ⮡ He has a lot of books.
- Εχει πολλά βιβλία. (κυριολεκτικά: Έχει ένα πλήθος βιβλία.)
- ⮡ We have a lot of money/houses/cars/examples.
- Έχουμε πολλά λεφτά/σπίτια/αυτοκίνητα/παραδείγματα.
- ⮡ A lot of times I forget basic things/I am right.
- Πολλές φορές ξεχνάω βασικά πράγματα/έχω δίκιο.
- ⮡ The piano requires a lot of practice.
- Το πιάνο θέλει πολλή άσκηση.
- → και δείτε τις λέξεις many και much