lots
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Αντωνυμία επεξεργασία
lots (en)
- (ανεπίσημο) άλλη μορφή του a lot
- ↪ He earns lots.
- Κερδίζει πολλά.
- ↪ He earns lots.
Επίρρημα επεξεργασία
lots (en)
- (ανεπίσημο) άλλη μορφή του a lot
- ↪ Olympus is lots taller than Kissavos.
- Ο Ολύμπος είναι πιο ψηλός από τον Κίσσαβο.
- ↪ Olympus is lots taller than Kissavos.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
lots (en)
Προσδιοριστής επεξεργασία
lots (en)
- (lots of, ανεπίσημο) άλλη μορφή του a lot of
- ↪ He has lots of books.
- Εχει πολλά βιβλία.
- ↪ He has lots of books.
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
lots (fr)