Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sociologue < socio- + -logue
sociologue > νέα ελληνικά: κοινωνιολόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sociologue sociologues

sociologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό