↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαλαματένιος η μαλαματένια το μαλαματένιο
      γενική του μαλαματένιου της μαλαματένιας του μαλαματένιου
    αιτιατική τον μαλαματένιο τη μαλαματένια το μαλαματένιο
     κλητική μαλαματένιε μαλαματένια μαλαματένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαλαματένιοι οι μαλαματένιες τα μαλαματένια
      γενική των μαλαματένιων των μαλαματένιων των μαλαματένιων
    αιτιατική τους μαλαματένιους τις μαλαματένιες τα μαλαματένια
     κλητική μαλαματένιοι μαλαματένιες μαλαματένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλαματένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαλαματένιος < μαλαγματένιος < μάλαγμα (μάλαμα) μαλαματ- + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.la.maˈte.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐λα‐μα‐τέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

μαλαματένιος, -α, -ο

  1. (παρωχημένο) που είναι από μάλαμα, χρυσάφι
  2. (μεταφορικά) συνώνυμο του χρυσός στη σημασία: που είναι καλός και ευγενικός
    ⮡  έχει χρυσή καρδιά, καρδιά μαλαματένια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλαματένιος < μαλαγματένιος με αφομοίωση [ɣm] > [mm] και απλοποίηση της προφοράς [mm] > [m][1]

  Επίθετο

επεξεργασία

μαλαματένιος

  Αναφορές

επεξεργασία