Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stain stains

stain (en)

  • ο λεκές
    ⮡  My dress has a stain on the chest.
    Το φόρεμά μου έχει ένα λεκέ στο στήθος.
    ⮡  Did you get the stain out of your shirt?
    Έβγαλες το λεκέ απ' το πουκάμισό σου;
ενεστώτας stain
γ΄ ενικό ενεστώτα stains
αόριστος stained
παθητική μετοχή stained
ενεργητική μετοχή staining

stain (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) λεκιάζω, λερώνω, βρομίζω κάτι με λεκέ· γίνομαι βρόμικος με λεκέ
    ⮡  I stained my new dress.
    Λέκιασα το καινούριο μου φόρεμα.
    ⮡  The tablecloth was stained with red wine.
    Λεκιάστηκε το τραπεζομάντιλο από κόκκινο κρασί.
    ⮡  She stepped in the mud and stained her shoes.
    Πάτησε στις λάσπες και λέρωσε τα παπούτσια της.
    ⮡  White clothes stain very easily.
    Τα άσπρα ρούχα λερώνουν πολύ εύκολα.
     συνώνυμα: dirty
  2. (μεταβατικό) βάφω, αλλάζω το χρώμα σε κάτι με ένα χρωματιστό υγρό
    ⮡  They stained the floors dark brown.
    Έβαψαν τα πατώματα σκούρο καφέ.
  3. (μεταβατικό, επίσημο) λερώνω, για ενέργειες αντίθετες προς την ηθική
    ⮡  Slander that stains the reputation of the man.
    Συκοφαντία που λερώνει την υπόληψη του άντρα.
     συνώνυμα: tarnish