stain
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stain | stains |
stain (en)
- ο λεκές
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | stain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stains |
αόριστος | stained |
παθητική μετοχή | stained |
ενεργητική μετοχή | staining |
stain (en)