Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
stain stains

stain (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας stain
γ΄ ενικό ενεστώτα stains
αόριστος stained
παθητική μετοχή stained
ενεργητική μετοχή staining

stain (en)

  1. λερώνω, για ενέργειες αντίθετες προς την ηθική
    Slander that stains the reputation of the man.
    Συκοφαντία που λερώνει την υπόληψη του άντρα.
     συνώνυμα: tarnish
  2. λερώνω, βρομίζω
    She stepped in the mud and stained her shoes.
    Πάτησε στις λάσπες και λέρωσα τα παπούτσια της.
     συνώνυμα: dirty