tarnish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tarnish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tarnishes |
αόριστος | tarnished |
παθητική μετοχή | tarnished |
ενεργητική μετοχή | tarnishing |
Ρήμα
επεξεργασίαtarnish (en)
ενεστώτας | tarnish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tarnishes |
αόριστος | tarnished |
παθητική μετοχή | tarnished |
ενεργητική μετοχή | tarnishing |
tarnish (en)