dirty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | dirty |
συγκριτικός | dirtier |
υπερθετικός | dirtiest |
dirty (en)
- βρόμικος, λερωμένος, δεν είναι καθαρό
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) βρόμικος, πρόστυχος, σόκιν, σχετίζεται με το σεξ με προσβλητικό τρόπο
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) βρόμικος, δυσάρεστο ή ανέντιμο
- ⮡ dirty money - βρόμικο χρήμα
- ⮡ a dirty player - βρόμικος παίχτης
- ⮡ I don’t trust him he’s a dirty man.
- Δεν του ΄χω εμπιστοσύνη, είναι βρόμικος άνθρωπος.
- ⮡ The played a dirty trick on me.
- Μου έπαιξαν βρόμικο παιχνίδι.
- ⮡ I got tied up in some dirty affairs.
- Έμπλεξα σε βρόμικες υποθέσεις.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) λερωμένος, για ένα χρώμα που δεν είναι φωτεινό
- ⮡ a dirty yellow - λερωμένο κίτρινο
- (πληροφορική) οτιδήποτε περιέχει δεδομένα που δεν έχουν ενημερώσει αρχεία, που δεν έχουν γραφτεί μόνιμα σε δευτερεύουσα μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(πληροφορική)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | dirty |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dirties |
αόριστος | dirtied |
παθητική μετοχή | dirtied |
ενεργητική μετοχή | dirtying |
dirty (en)