σόκιν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σόκιν άκλιτο
- που μπορεί να σοκάρει επειδή είναι πολύ τολμηρός από σεξουαλική άποψη
- Είδαμε εκεί κάτι πολύ σόκιν φωτογραφίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
σόκιν
|
σόκιν άκλιτο
|