δευτερεύουσα μνήμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δευτερεύουσα μνήμη < → δείτε τις λέξεις δευτερεύων και μνήμη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική secondary memory
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία- (υλικό υπολογιστή) μνήμη μεγάλης χωρητικότητας, χαμηλής ταχύτητας, μακροπρόθεσμης αποθήκευσης και ανάκτησης δεδομένων, η οποία δεν χρησιμοποιείται άμεσα από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αλλά μέσω της κεντρικής και της κρυφής μνήμης και μπορεί να είναι μαγνητική (πχ. σκληρός δίσκος) ή οπτικός δίσκος (CD, DVD), μαγνητική ταινία ή παλαιότερα δισκέτα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δευτερεύουσα μνήμη