βοηθητική μνήμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βοηθητική μνήμη < → δείτε τις λέξεις βοηθητικός και μνήμη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική auxiliary memory
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
- (υλικό υπολογιστή) βλ. συνώνυμο δευτερεύουσα μνήμη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βοηθητική μνήμη