Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάκτηση οι ανακτήσεις
      γενική της ανάκτησης* των ανακτήσεων
    αιτιατική την ανάκτηση τις ανακτήσεις
     κλητική ανάκτηση ανακτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάκτηση < ανακτώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάκτηση θηλυκό

  1. η απόκτηση πράγματος που είχε χαθεί.
  2. (πληροφορική) η ανάγνωση δεδομένων από μνήμη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία