récupération
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁe.ky.pe.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
récupération | récupérations |
récupération (fr) θηλυκό
- η επανάκτηση, η ανάκτηση
ενικός | πληθυντικός |
récupération | récupérations |
récupération (fr) θηλυκό